-
1 κεάζω
A : [tense] aor.κέᾰσα, κέασσα, ἐκέασσα Hom.
(v. infr.):—[voice] Pass., [tense] aor.κεάσθην Il.16.412
, but part.κεᾰθείσης App.Anth.3.167
: [tense] pf. part. κεκεασμένος (v. infr.):—split, cleave wood,κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Od.14.418
;κέασαν ξύλα 20.161
;ξύλα.. νέον κεκεασμένα χαλκῷ 18.309
, cf. Hp.Mul.2.153, Call.Fr. 289, etc.; of lightning, shiver,νῆα.. κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε Od.5.132
; of a spear,κέασσε δ' ἄρ' ὀστέα λευκά Il.16.347
; [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη was cloven in twain, ib. 412;κεκεασμένον εὐρέϊ κύκλῳ οὐρανόν Arat.474
.2 pound, rub to pieces,ἢ σφέλᾳ ἢ ὅλμῳ κεάσας Nic.Th. 644
. ( κεᾰ-ζω fr. κεᾰ- in κεᾰ-θείσης (v. supr.), εὐ-κέα-τος, κέαρνον, and perh. κείων, v. κείω (B); perh. cf. Skt. śásati 'cut', Lat. castrare.)
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий